„ωραίος“ ωραίος [oˈreos], ωραία, ωραίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schön, hübsch, gut schön, hübsch ωραίος όμορφος ωραίος όμορφος gut ωραίος κ αλός ωραίος κ αλός ejemplos τι ωραία! wie schön! τι ωραία!