„ωμός“ ωμός [oˈmos], ωμή, ωμόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) roh, roh, grob, grausam, schroff roh ωμός κρέας ωμός κρέας roh, grob ωμός συμπεριφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ωμός συμπεριφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ grausam ωμός βάρβαρος ωμός βάρβαρος schroff ωμός απάντηση ωμός απάντηση ejemplos ωμή φυτική τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich f Rohkostθηλυκό | Femininum, weiblich f ωμή φυτική τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich f