ωθώ
[oˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorantreibenωθώ προωθώωθώ προωθώ
- antreibenωθώ παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφωθώ παρακινώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- (vor)schiebenωθώ σπρώχνωωθώ σπρώχνω