„ψυχοσύνθεση“: θηλυκό ψυχοσύνθεση [psixoˈsinθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Naturell, Wesen Naturellουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψυχοσύνθεση Wesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψυχοσύνθεση ψυχοσύνθεση