„ψηλώνω“: μεταβατικό ρήμα ψηλώνω [psiˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erhöhen erhöhen ψηλώνω αυξάνω το ύψος ψηλώνω αυξάνω το ύψος „ψηλώνω“: αμετάβατο ρήμα ψηλώνω [psiˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wachsen, groß werden wachsen, groß werden ψηλώνω μεγαλώνω παιδί ψηλώνω μεγαλώνω παιδί