„ψηλομύτης“ ψηλομύτης [psiloˈmitis], ψηλομύτα, ψηλομύτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) hochnäsig hochnäsig ψηλομύτης ψηλομύτης