ψίχουλα
[ˈpsixula]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Paniermehlουδέτερο | Neutrum, sächlich nψίχουλαψίχουλα
- Pappenstielαρσενικό | Maskulinum, männlich mψίχουλα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψίχουλα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos