χώνομαι
[ˈxonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich (hinein)drängenχώνομαι μπαίνωχώνομαι μπαίνω
- sich einschleichenχώνομαι τρυπώνωχώνομαι τρυπώνω
- schlüpfenχώνομαι κρύβομαιχώνομαι κρύβομαι
- sich einmischenχώνομαι ανακατεύομαιχώνομαι ανακατεύομαι