„χωρητικός“ χωρητικός [xoritiˈkos], χωρητική, χωρητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) räumlich räumlich χωρητικός χωρητικός