„χυμώδης“ χυμώδης [çiˈmoðis], χυμώδης, χυμώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) saftig saftig χυμώδης χυμώδης