„χρωστική“: θηλυκό χρωστική [xrostiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Pigment Pigmentουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρωστική χρωστική