„χρονοβόρος“ χρονοβόρος [xronoˈvoros], χρονοβόρα, χρονοβόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zeitaufwendig zeitaufwendig χρονοβόρος χρονοβόρος