„χορταστικός“ χορταστικός [xortastiˈkos], χορταστική, χορταστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sättigend sättigend χορταστικός χορταστικός