„χορτασμός“: αρσενικό χορτασμός [xortazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sättigung, Überdruss Sättigungθηλυκό | Femininum, weiblich f χορτασμός χόρτασμα χορτασμός χόρτασμα Überdrussαρσενικό | Maskulinum, männlich m χορτασμός κορεσμός χορτασμός κορεσμός