χοροπηδώ
[xoropiˈðo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ας; -ησα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- herumtollen, sich tummelnχοροπηδώχοροπηδώ
- hüpfenχοροπηδώ στο ένα πόδιχοροπηδώ στο ένα πόδι