χοντραίνω
[xonˈdreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υνα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- dicker machenχοντραίνω κάνω χοντρότεροχοντραίνω κάνω χοντρότερο
χοντραίνω
[xonˈdreno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-υνα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- dicker werdenχοντραίνω γίνομαι χοντρόςχοντραίνω γίνομαι χοντρός
- zunehmen, dick(er) werdenχοντραίνω άνθρωποςχοντραίνω άνθρωπος