χειρουργείο
[çirurˈjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Operationssaalαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειρουργείο ιατρική | Medizinιατρ αίθουσαχειρουργείο ιατρική | Medizinιατρ αίθουσα
- chirurgischer Eingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειρουργείο εγχείρησηχειρουργείο εγχείρηση
ejemplos
- χειρουργείο της στοματικής κοιλότηταςKieferchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f