χαρτοφύλακας
[xartoˈfilakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Aktentascheθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρτοφύλακας τσάνταχαρτοφύλακας τσάντα
- Aktenmappeθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρτοφύλακας φάκελοςχαρτοφύλακας φάκελος