„χαμός“: αρσενικό χαμός [xaˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Verlust, Tod Verlustαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαμός χαμός Todαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαμός κ. θάνατος χαμός κ. θάνατος ejemplos γίνεται χαμός! es ist die Hölle los! γίνεται χαμός!