„χαμπάρι“: ουδέτερο χαμπάρι [xamˈbari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nachricht Nachrichtθηλυκό | Femininum, weiblich f χαμπάρι χαμπάρι ejemplos τι χαμπάρια; was gibt’s Neues? τι χαμπάρια; παίρνω κάτι χαμπάρι etwas merken παίρνω κάτι χαμπάρι