χαλκός
[xalˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kupferουδέτερο | Neutrum, sächlich nχαλκός χημεία | Chemieχημχαλκός χημεία | Chemieχημ
ejemplos
- εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich f του χαλκού ιστορία | GeschichteιστBronzezeitθηλυκό | Femininum, weiblich f