χαιρετώ
[çereˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- grüßenχαιρετώ με το χέρι, λέω καλημέραχαιρετώ με το χέρι, λέω καλημέρα
- begrüßenχαιρετώ επιδοκιμάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχαιρετώ επιδοκιμάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- salutierenχαιρετώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατχαιρετώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ