φόντο
[ˈfondo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hintergrundαρσενικό | Maskulinum, männlich mφόντοφόντο
- Voraussetzungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplφόντο πληθυντικός | Pluralpl προσόνταφόντο πληθυντικός | Pluralpl προσόντα