φωταγωγός
[fotaɣoˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Lichtschachtαρσενικό | Maskulinum, männlich mφωταγωγός χώροςφωταγωγός χώρος
- Lukeθηλυκό | Femininum, weiblich fφωταγωγός παράθυροφωταγωγός παράθυρο