„φτηνοδουλειά“: θηλυκό φτηνοδουλειά [ftinoðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Murks Murksαρσενικό | Maskulinum, männlich m φτηνοδουλειά φτηνοδουλειά