„φροντίζω“: μεταβατικό ρήμα φροντίζω [fronˈdizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich kümmern um, sorgen für, pflegen, betreuen., zusehen sich bemühen sich kümmern um, sorgen für φροντίζω φροντίζω pflegen φροντίζω περιποιούμαι κήπο, άρρωστο φροντίζω περιποιούμαι κήπο, άρρωστο betreuen. φροντίζω άρρωστο φροντίζω άρρωστο zusehen (να dass) φροντίζω προσπαθώ sich bemühen φροντίζω προσπαθώ φροντίζω προσπαθώ