φρικιαστικός
[frikjjastiˈkos], φρικιαστική, φρικιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- grauenvoll, entsetzlich, schauderhaftφρικιαστικόςφρικιαστικός