„φουντωτός“ φουντωτός [fundoˈtos], φουντωτή, φουντωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) buschig buschig φουντωτός φουντωτός