φλογερός
[flojeˈros], φλογερή, φλογερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leidenschaftlich, feurig, brennendφλογερός θερμόςφλογερός θερμός