„φιλονικία“: θηλυκό φιλονικία [filoniˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Streit Streitαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιλονικία φιλονικία