φιλελευθεροποίηση
[filelefθeroˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Liberalisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλελευθεροποίηση πολιτική | Politikπολιτ οικονομία | Wirtschaftοικονφιλελευθεροποίηση πολιτική | Politikπολιτ οικονομία | Wirtschaftοικον