„φαρσοκωμωδία“: θηλυκό φαρσοκωμωδία [farsokomoˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sitcom Sitcomθηλυκό | Femininum, weiblich f φαρσοκωμωδία τηλεόραση | Fernsehenτηλ φαρσοκωμωδία τηλεόραση | Fernsehenτηλ