φαινομενικός
[fenomeniˈkos], φαινομενική, φαινομενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- scheinbar, Schein-φαινομενικόςφαινομενικός
¡Muchas gracias por su comentario!