φήμη
[ˈfimi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gerüchtουδέτερο | Neutrum, sächlich nφήμη διάδοσηφήμη διάδοση
- Rufαρσενικό | Maskulinum, männlich mφήμη όνομαφήμη όνομα
- Ansehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφήμη υπόληψηφήμη υπόληψη
- Berühmtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fφήμη το να είναι κανείς γνωστόςφήμη το να είναι κανείς γνωστός