„υψώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα υψώνομαι [iˈpsonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich erheben, ansteigen sich erheben υψώνομαι σηκώνομαι υψώνομαι σηκώνομαι ansteigen υψώνομαι τιμές υψώνομαι τιμές