υψηλότερος
[ipsiˈloteros], υψηλότερη, υψηλότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- υψηλότερη προσφοράθηλυκό | Femininum, weiblich f τιμήςHöchstgebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- υψηλότερος από όλουςallerhöchste(r, s)
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos