υψηλός
[ipsiˈlos], υψηλή, υψηλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- υψηλός αξία, κέρδος
- großυψηλός άνθρωποςυψηλός άνθρωπος
- erhabenυψηλός ανώτερος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφυψηλός ανώτερος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- υψηλός → ver „ψηλός“υψηλός → ver „ψηλός“
ejemplos
-
- υψηλά όρηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHochgebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos