υπόταξη
[iˈpotaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Unterwerfungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόταξηυπόταξη
- Unterordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόταξη βιολογία | Biologieβιολυπόταξη βιολογία | Biologieβιολ