„υπόκωφος“ υπόκωφος [iˈpokofos], υπόκωφη, υπόκωφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) dumpf, gedämpft, hohl dumpf, gedämpft, hohl υπόκωφος θόρυβος υπόκωφος θόρυβος