„υποστολή“: θηλυκό υποστολή [ipostoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einholen Einholenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υποστολή σημαίας υποστολή σημαίας