υποκριτής
[ipokriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Heuchlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποκριτήςυποκριτής
- Darstellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποκριτής θέατρο | Theaterθεατυποκριτής θέατρο | Theaterθεατ