„υποκείμενο“: ουδέτερο υποκείμενο [ipoˈkjimeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Subjekt Subjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n υποκείμενο γραμματική | Grammatikγραμμ υποκείμενο γραμματική | Grammatikγραμμ