„υποθαλάσσιος“ υποθαλάσσιος [ipoθaˈlasios], υποθαλάσσια, υποθαλάσσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Unterwasser- Unterwasser- υποθαλάσσιος υποθαλάσσιος ejemplos υποθαλάσσιος σεισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Seebebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υποθαλάσσιος σεισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m