υπογράμμιση
[ipoˈɣramisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Unterstreichungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπογράμμισηυπογράμμιση
- Markierungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπογράμμιση με μαρκαδόρουπογράμμιση με μαρκαδόρο