υπογεγραμμένος
[ipojeɣraˈmenos], υπογεγραμμένη, υπογεγραμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unterschrieben, unterzeichnetυπογεγραμμένοςυπογεγραμμένος