υλιστικός
[ilistiˈkos], υλιστική, υλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- materialistischυλιστικόςυλιστικός
ejemplos
- υλιστικός τρόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζωής μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτWohlstandsdenkenουδέτερο | Neutrum, sächlich n