υβρίδιο
[iˈvriðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mischlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mυβρίδιο βοτανική | Botanikβοτ ζωολογία | Zoologieζωολυβρίδιο βοτανική | Botanikβοτ ζωολογία | Zoologieζωολ