„τόπι“: ουδέτερο τόπι [ˈtopi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ball, Ballen Ballαρσενικό | Maskulinum, männlich m τόπι μπάλα τόπι μπάλα Ballenαρσενικό | Maskulinum, männlich m τόπι υφάσματος τόπι υφάσματος