„τόλμημα“: ουδέτερο τόλμημα [ˈtolmima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wagnis Wagnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n τόλμημα τόλμημα