τυπικό
[tipiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Klosterordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fτυπικό θρησκευτικό τάγματυπικό θρησκευτικό τάγμα
- Ritusαρσενικό | Maskulinum, männlich mτυπικό τελετουργικότυπικό τελετουργικό